αναιδολογία

αναιδολογία
η
αναιδής, αυθάδης ομιλία ή γράψιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναιδής + -λογία < λόγος. Η λέξη μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αναιδής — ες (Α ἀναιδής) αυτός που δεν έχει αιδώ, ντροπή, αδιάντροπος, αναίσχυντος, αυθάδης αρχ. 1. βίαιος, σκληρός, ανελέητος, άσπλαχνος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀναιδές αναίδεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν στερ. + αἰδώς. ΠΑΡ. αναίδεια αρχ. ἀναιδίζομαι. ΣΥΝΘ. αρχ..… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”